πόρευμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A place in which one walks, βροτῶν πορεύματα their haunts, A.Eu.239.
2 means of going, carriage, νάϊον π. a fleet, E.IA300 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 682] τό, Gang, Reise, Aesch. Eum. 230; νάϊον, die Flotte, Eur. I. A. 300.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 chemin, route;
2 voyage, marche, expédition.
Étymologie: πορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρευμα -ατος, τό [πορεύω] poët. het bereizen, met gen.:; πορεύματα βροτῶν omgang met mensen Aeschl. Eum. 239; vervoermiddel; uitbr.. νάϊον πόρευμα vloot Eur. IA 300.
Russian (Dvoretsky)
πόρευμα: ατος τό
1 путь, дорога (πορεύματα βροτῶν Aesch.);
2 средства передвижения: νάϊον π. Eur. корабли, флот.
Greek (Liddell-Scott)
πόρευμα: τό, τόπος ἔνθα πορεύεταί τις, βροτῶν πορεύματα, τὰ μέρη ἔνθα οὗτοι συναντῶνται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 239. 2) μέσον πορείας, ὄχημα, νάιον π., στόλος, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 300.
Greek Monolingual
τὸ, Α πορεύω
1. ο τόπος όπου πορεύεται κάποιος
2. το μέσο μεταφοράς.
Greek Monotonic
πόρευμα: -ατος, τό, μέρος στο οποίο κάποιος περπατάει, βροτῶν πορεύματα, τόποι συνάντησης, λημέρια, στέκια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πόρευμα, ατος, τό,
a place in which one walks, βροτῶν πορεύματα their haunts, Aesch.