ἑπτάπορος

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτάπορος Medium diacritics: ἑπτάπορος Low diacritics: επτάπορος Capitals: ΕΠΤΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: heptáporos Transliteration B: heptaporos Transliteration C: eptaporos Beta Code: e(pta/poros

English (LSJ)

ἑπτάπορον, with seven tracks or paths, τείρεα, of the planets, h.Hom.8.7; Πλειάς or Πελειάς, E.IA7, Or.1005 (both anap.); Πληϊὰς ἑ. Epigr.Gr.223.4(Milet.); seven-mouthed, of the Nile, Mosch.2.51, D.P.264.

German (Pape)

[Seite 1013] mit sieben Bahnen, die Plejaden, H. h. 7, 7; Eur. I. A. 7 Or. 1005; Antp. Sid. 51 (VII, 7481; sieben Ausflüsse habend, der Nil, Nonn. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à sept directions, à sept étoiles en parl. des Pléiades.
Étymologie: ἑπτά, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάπορος: имеющий семь путей, семидорожный (τείρεα HH; Πλεϊάς Eur. и Πλεϊάδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάπορος: -ον, ἔχων ἐπτὰ πορείας, ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Ὕμν. Ὁμ. 7. 7· ἐπὶ Πλειάδων, Εὐρ. Ι Α. 7, Ρῆσ. 529, Ὀρ. 1005· Πληϊὰς ἑπτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· ἐπὶ τοῦ Νείλου, Μόσχ. 2. 51, Διον. Π. 264.

Greek Monolingual

ἑπτάπορος, -ον (Α)
1. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που διανύει επτά διαφορετικές πορείες
2. (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια «ἐγγὺς ἑπταπόρου Πλειάδος», Ευρ.)
3. (για ποταμό) με επτά στόμια στις εκβολές.

Greek Monotonic

ἑπτάπορος: -ον, αυτός που έχει εφτά περάσματα, λέγεται για τις Πλειάδες, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἑπτά-πορος, ον
with seven paths, of the Pleiads, Eur.