ταλαπενθής

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰπενθής Medium diacritics: ταλαπενθής Low diacritics: ταλαπενθής Capitals: ΤΑΛΑΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: talapenthḗs Transliteration B: talapenthēs Transliteration C: talapenthis Beta Code: talapenqh/s

English (LSJ)

ταλαπενθές,
A bearing great griefs, patient in woe, θυμός Od. 5.222; of persons, φωτός B.5.157.
2 of things, toilsome, ὑσμῖναι Panyas.12.5; woeful, ἀγγελία B.15.26.

German (Pape)

[Seite 1065] ές, Trauer, Leiden duldend, duldsam, ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν, Od. 5, 222. – Bei Panyasis 1, 5 ὑσμῖναι.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui supporte une affliction, qui est dans le deuil.
Étymologie: τλάω, πένθος.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰπενθής: исстрадавшийся, удрученный горем (θυμός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰπενθής: -ές, (*τλάω) ὁ πολλὰς θλίψεις ὑποφέρων, ὑπομενητικὸς ἐν δυστυχίᾳ, θυμὸς Ὀδ. Ε. 222. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, πλήρης μόχθων, ὑσμῖναι Πανύασ. 1. 5.

English (Autenrieth)

ές (πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός
2. κοπιώδης, κοπιαστικός
3. θλιβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυπενθής].

Greek Monotonic

τᾰλᾰπενθής: -ές (*τλάω, πένθος), υπομονετικός στον πόνο, αυτός που αντέχει στη δυστυχία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

τᾰλᾰ-πενθής, ές [*τλάω, πένθος
patient in woe, Od.