ποικιλτής
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ποικιλτοῦ, ὁ, broiderer, pattern-weaver, Aeschin.1.97, Arist.Mete.375a27, LXX Ex.28.6, BGU34 ii 24 (ii/iii A.D.), Chor.in Hermes 17.226, etc.:—fem. ποικίλτρια, Str.17.1.36.
German (Pape)
[Seite 651] ὁ, der bunt machende, mannichfaltig, kunstreich verzierende, bes. der bunte, gestickte Kleider machende, der Sticker; ἀνήρ, Aesch. 1, 97; Plut. Pericl. 12 u. a. Sp., wie LXX.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ouvrier brodeur.
Étymologie: ποικίλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.
Russian (Dvoretsky)
ποικιλτής: οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποικίλλων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς «κεντήματα», Αἰσχίν. 14. 4, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29, κτλ. ― θηλ. ποικίλτρια, Στράβων 17, 1, 36.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ ποικίλλω
τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ποικιλτής: -οῦ, ὁ (ποικίλλω), αυτός που εργάζεται στα κεντήματα, σε Αισχίν.