κατουδαῖος

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατουδαῖος Medium diacritics: κατουδαῖος Low diacritics: κατουδαίος Capitals: ΚΑΤΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: katoudaîos Transliteration B: katoudaios Transliteration C: katoudaios Beta Code: katoudai=os

English (LSJ)

κατουδαῖον, (οὖδας) under the ground, οἱ κατουδαῖοι Hes.Fr.60; κατουδαῖος βόθρος h.Merc.112; κατουδαῖος γίγας, of Briareus, Call.Del.142; κατουδαῖοι φόβοι Juba Hist.9.

German (Pape)

[Seite 1405] unter dem Boden, unterirdisch; βόθρον H. h. Merc. 112; γίγας, vom Riesen Briareus, Callim. Del. 142; φόβοι, Furcht vor den Unterirdischen, Ath. III, 98 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est sous terre, souterrain;
2 des enfers.
Étymologie: κατά, οὖδας.

Russian (Dvoretsky)

κατουδαῖος: подземный, т. е. глубокий (βόθρος HH).

Greek (Liddell-Scott)

κατουδαῖος: -ον, (οὖδας) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὑπὸ γῆν· κατ. βόθρος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 112· κ. γίγας, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142· κ. φόβοι Ἀθήν. 98Β (φόβοι εἱ ἐκ τῶν νεκρῶν προερχόμενοι), πρβλ. κατάγειος, καταχθόνιος.

Greek Monolingual

κατουδαῖος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από το έδαφος, υπόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από φρ. κατ' οὖδας «κάτω από το έδαφος» ή < κατ(α)- + οὐδαῖος (< οὖδας «χώμα»)].

Greek Monotonic

κατουδαῖος: -ον (οὖδας), υπόγειος, υποχθόνιος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κατ-ουδαῖος, ον οὖδας
under the earth, Hhymn.