καρηκομόωντες

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηκομόωντες Medium diacritics: καρηκομόωντες Low diacritics: καρηκομόωντες Capitals: ΚΑΡΗΚΟΜΟΩΝΤΕΣ
Transliteration A: karēkomóōntes Transliteration B: karēkomoōntes Transliteration C: karikomoontes Beta Code: karhkomo/wntes

English (LSJ)

οἱ, (κομάω) with hair on the head, long-haired, epithet of the Achaians, Il.2.11, al. (sed divisim scrib.): Com. metaph., ἐχῖνοι κ. ἀκάνθαις Matro Conv.18:—hence Verb καρηκομόω, coined by Diog.Ep.19.

German (Pape)

[Seite 1327] οἱ, die Hauptbehaarten, Hauptumlockten, Ἀχαιοί, Hom. oft, die ihr Haar am ganzen Kopfe wachsen ließen, während die Abanten das Haar nur am Hinterkopfe stehen ließen, ὄπιθεν κομόωντες; καρ. ἑταῖροι Odyss. 2, 408; Matro bei Ath. IV, 135 a ἐχίνους καρηκομόωντας ἀκάνθαις. Das Verbum καρηκομάω kommt nicht vor.

French (Bailly abrégé)

v. καρηκομάω.

English (Autenrieth)

long-haired; epithet of the Achaeans, who cut their hair only in mourning or on taking a vow, Il. 23.146, 151, while slaves and Orientals habitually shaved their heads.

Greek Monolingual

οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές
αρχ.
(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)
1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη
2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφαλή» + κομόωντες, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. κομάω «τρέφω κόμη»].

Greek Monotonic

κᾰρηκομόωντες: οἱ (κομόω), αυτοί που έχουν μακριά μαλλιά στο κεφάλι, μακρυμάλληδες, λέγεται για τους Αχαιούς που άφηναν να μεγαλώσουν όλα τα μαλλιά τους (ενώ οι Άβαντες, διατηρούσαν μαλλιά μόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, γι' αυτό και ονομάζονταν ὄπισθεν κομόωντες), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

καρηκομόωντες: тж. раздельно [part. praes. pl. к *καρηκομάω обросшие волосами, длинноволосые (Ἀχαιοί Hom.).

Middle Liddell

κομάω
with hair on the head, long-haired, of the Achaians, who let all their hair grow (whereas the Abantes, who wore theirs long only at the back of the head, were called ὄπιθεν κομόωντεσ), Il.

Mantoulidis Etymological

κάρη (=μέ μακριά μαλλιά). Ἀπό τό κάρη (=κεφάλι) + κομάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.