ἀλητεύω

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλητεύω Medium diacritics: ἀλητεύω Low diacritics: αλητεύω Capitals: ΑΛΗΤΕΥΩ
Transliteration A: alēteúō Transliteration B: alēteuō Transliteration C: aliteyo Beta Code: a)lhteu/w

English (LSJ)

Dor. ἀλατεύω, fut. -σω E.Heracl.515:—wander, roam, mostly of beggars, Od. 17.501, al., AP9.12 (Leon.); of hunters, Od.12.330; ofexiles, E.l.c., Hipp.1048, Phalar.Ep.95; θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀλᾱτ- E.El.131
• Prosodia: [ᾰ-]
andar errante gener. de mendigos o exiliados ἀλητεύων' Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται Od.14.126, 12.320, cf. 16.101, E.Heracl.515, Hipp.1048, AP 9.12 (Leon.Alex.), Nonn.D.8.93, Phalar.Ep.95.1, κατὰ δῶμα Od.17.501
c. ac. χθόνα E.Hipp.1029, πόλιν E.El.131
fig. θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.

German (Pape)

[Seite 95] herumschweifen, von Bettlern, Od. 14, 126. 16, 101; ἀλητεύειν κατὰ δῶμα (δόμον κατ'), betteln, Od. 17, 501. 22, 291, ἐν δημῳ 18, 114; von Jägern 12, 330; – Eur. Hipp. 1045 Heracl. 515 u. sp. D. ἀλητήρ, ῆρος, ὁ, ein Tanz bei den Sicyoniern, Ath. XIV, 631 d.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et f.
errer.
Étymologie: ἀλήτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλητεύω ἀλήτης (rond)zwerven, (rond)dwalen.

Russian (Dvoretsky)

ἀλητεύω: (ᾰ) странствовать, скитаться, бродить Hom., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλητεύω: μέλλ. -σω, Εὐρ. Ἡρακλ. 515: - εἶμαι ἀλήτης, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, μάλιστα ἐπὶ ἐπαιτῶν, Ὀδ. Ρ. 501, καὶ ἀλλ., ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνηγῶν, Μ. 330· ἐπὶ ἐξορίστων, Εὐρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Ἱππ. 1048, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἀλήτης): roam about. (Od.)

Greek Monolingual

ἀλητεύω)
(με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης
αρχ.
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης.
ΠΑΡ. αλητεία].

Greek Monotonic

ἀλητεύω: μέλ. -σω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξόριστους, σε Ευρ.

Middle Liddell

[from ἀλήτης
to wander, roam about, of beggars, Od.; of exiles, Eur.