κερατία

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερατία Medium diacritics: κερατία Low diacritics: κερατία Capitals: ΚΕΡΑΤΙΑ
Transliteration A: keratía Transliteration B: keratia Transliteration C: keratia Beta Code: kerati/a

English (LSJ)

ἡ,
A = κερατωνία, Str.17.2.2, Plin.HN26.52.
II κεράτια, τά, fruit of the carob-tree, Dsc.1.114, Ev.Luc.15.16, PLond.1.131*.7 (i A.D.), Gal.6.615.

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, = κερατέα, Strab. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
caroubier, arbre.
Étymologie: κέρας.

Greek Monolingual

(I)
και κερατία (ΑΜ κερατία) κέρας
η κερατέα, η χαρουπιά («πλεονάζει ὁ ἔβενος καὶ ἡ κερατία», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερατιά < κερατία με καταβιβασμό τόνου και συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά). Ο τ. κερατία < κέρας, -τος + κατάλ. -ία].
(II)
η κερατάς
ενέργεια που αρμόζει σε κερατά, δόλια πράξη.