Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίψακος

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίψᾰκος Medium diacritics: δίψακος Low diacritics: δίψακος Capitals: ΔΙΨΑΚΟΣ
Transliteration A: dípsakos Transliteration B: dipsakos Transliteration C: dipsakos Beta Code: di/yakos

English (LSJ)

ὁ, prob. a kind of
A diabetes, attended with violent thirst, Gal.8.394, Alex.Trall.11.6.
II teasel, Dipsacus fullonum, Dsc.3.11, Gal.11.864.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): διψακός Cyran.5.4.2, Gal.8.394, 400, Alex.Trall.2.493.20, Paul.Aeg.3.45.10
I bot.
1 cardencha, cardo de cardadores, Dipsacus fullonum L., o Dipsacus laciniatus L., Dsc.3.11, Plin.HN 27.71, Cyran.l.c., Gal.6.636, 11.864, Aët.1.91.
2 díctamo, Origanum dictamnus L., Ps.Apul.Herb.62.20.
II medic. sed desmedida como síntoma de la diabetes, Gal.ll.cc., Alex.Trall.l.c.
de ahí tb. la enfermedad de la diabetes Paul.Aeg.l.c.

German (Pape)

[Seite 647] ὁ, oder διψακός, 1) eine Krankheit, sonst διαβήτης, Harnruhr, weil sie mit unauslöschlichem Durste verbunden ist, Medic. – 2) die Kardendistel, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de diabète, maladie qui cause une soif ardente;
2 chardon à foulon, plante.
Étymologie: δίψα.

Greek (Liddell-Scott)

δίψᾰκος: ὁ, πιθανῶς εἶδος διαβήτου (τῆς νόσου) συνοδευομένου ὑπὸ ἰσχυρᾶς δίψης, Γαλην. 7, 511. ΙΙ. φυτὸν θαμνῶδες καὶ ἀκανθῶδες ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κναφεῦσιν, dispacus fullonum, Διοσκ. 3. 13.

Greek Monolingual

ο (Α δίψακος)
νεοελλ.
ονομασία γένους φυτών τών οποίων τα φύλλα με τη διάταξή τους συγκρατούν το νερό, νεροκράτης
αρχ.
1. φυτό θαμνώδες, αγκαθωτό, που χρησιμοποιούσαν οι βυρσοδέψες
2. είδος σακχαρώδους διαβήτη που προκαλούσε αφόρητη δίψα στον πάσχοντα
3. φρ. «δίψακον θρυαλλίδιον» — φιτίλι που διψάει, που θέλει λάδι
«δίψακος ὀδύνη» — επώδυνη δίψα, δίψα που προκαλεί δίψα
«δίψακος ἀήρ» — στεγνός, ξερός αέρας.