ἐπαναγιγνώσκω
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
read over, read out, f.l. in Lys.10.18, cf. Plb.31.13.10; ἐ. τινὶ ἔντευξιν PPetr.2p.3 (iii B.C.); of a teacher, S.E.M.10.19, Porph.Chr. 58:—Pass., D.7.19.
German (Pape)
[Seite 899] (s. γιγνώσκω), dazu vorlesen; Lys. 10, 18; Pol. 31, 21, 10.
French (Bailly abrégé)
1 relire;
2 enseigner à lire.
Étymologie: ἐπί, ἀναγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναγιγνώσκω:
1 прочитывать, зачитывать (вслух) (τὸ τελευταῖον τοῦ νόμου Lys.; τὰς γνώμας Polyb.);
2 обучать (γραμματικήν τινι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω ἐκ νέου ἢ μεγαλοφώνως. Λυσ. 117. 40, Πολύβ. 31. 21, 10· ἐπ. τινί, ἐπὶ διδασκάλου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 19.
Spanish
Greek Monolingual
ἐπαναγιγνώσκω (AM)
1. διαβάζω μεγαλόφωνα («ἐπανάγνωθι τουτουὶ τοῦ νόμου τὸ τελευταῖον», Λυσ.)
2. διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος.
Léxico de magia
leer en voz alta, recitar una fórmula πλάσσε δὲ αὐτὸν ... καὶ τέλει εὐφραινόμενος καὶ τὸν ἐπὶ μελῶν αὐτοῦ λόγον ἐπανάγνωθι modélalo, conságralo alegrándote y recita la fórmula que hay sobre sus miembros P IV 2391