βοτρυόπαις

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠόπαις Medium diacritics: βοτρυόπαις Low diacritics: βοτρυόπαις Capitals: ΒΟΤΡΥΟΠΑΙΣ
Transliteration A: botryópais Transliteration B: botryopais Transliteration C: votryopais Beta Code: botruo/pais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ,
A grape-born, child of the grape, χάρις AP 11.33 (Phil.).
2 Act., bearing grapes, ἄμπελος Theoc.Ep.4.8.

Spanish (DGE)

-παιδος
que es madre de racimos, ἄμπελος Theoc.Ep.4.8, τὴν Βρομίου βοτρυόπαιδα χάριν AP 11.33 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 455] αιδος, Trauben hervorbringend; ἀμπελος Theocr. ep. 4 (IX, 437). Bei Philpp. 45 (XI, 33) χάρις β. Βρομίου kann es auch der Traube Kind sein.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
1 qui produit des grappes;
2 né d'une grappe, enfant de la vigne.
Étymologie: βότρυς, παῖς.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυόπαις: παιδος adj.
1 рождающий виноградные гроздья (ἄμπελος Theocr.);
2 порождаемый виноградом (χάρις Βρομίου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, τέκνον τῆς σταφυλῆς, χάρις Ἀνθ. II. 11. 33. 2) ἐνεργ., παράγων σταφυλάς, Θεόκρ. Ἐπ. 4. 8.

Greek Monolingual

βοτρυόπαις (-παιδος), ο, η (Α)
1. φρ. «βοτρυόπαις ἄμπελος» — το κλήμα που παράγει σταφύλια
2. φρ. «βοτρυόπαις χάρις» — αυτή που προέρχεται από τα σταφύλια.

Greek Monotonic

βοτρῠόπαις: -παιδος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που έχει ανατραφεί με σταφύλια, το παιδί του σταφυλιού, σε Ανθ.
2. Ενεργ., αυτός που παράγει σταφύλια, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


1. grape-born, child of the grape, Anth.
2. act. bearing grapes, Theocr.