ταράξιππος

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰράξιππος Medium diacritics: ταράξιππος Low diacritics: ταράξιππος Capitals: ΤΑΡΑΞΙΠΠΟΣ
Transliteration A: taráxippos Transliteration B: taraxippos Transliteration C: taraksippos Beta Code: tara/cippos

English (LSJ)

ταράξιππον, troubling or frightening horses, of Poseidon, D.Chr.32.76:—ὁ τ. the name of an altar on the Olympic race-course, described by Paus.6.20.15,19, 10.37.4.

German (Pape)

[Seite 1070] Pferde scheuchend, in Verwirrung bringend. – In Olympia hieß so ein Altar, wahrscheinlich nahe am Ende der Rennbahn, Paus. 6, 20. 10, 37, 4.

Russian (Dvoretsky)

τᾰράξιππος: ὁ горячитель коней, т. е. Посидон Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰράξιππος: -ον, ὁ ταράττων ἢ ἐκφοβῶν ἵππους, ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Δίων Χρυσ. 1. 691· ― ὁ ταράξιππος, ὄνομα μέρους τινὸς ἐν σχήματι βωμοῦ περιφεροῦς ἐν τῶ Ὀλυμπίᾳ ἱπποδρόμῳ, προξενοῦντος φόβον εἰς τοὺς ἵππους, Παυσαν. 6, 29, 15, πρβλ. αὐτόθι 19, καὶ 10. 37, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Ποσειδώνος) αυτός που ταράζει, που φοβίζει τα άλογα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ταράξιππος
μυθ. δαίμονας στην Ολυμπία και στον Ισθμό της Κορίνθου για τον οποίο υπήρχε η παράδοση ότι ήταν φόβητρο τών αλόγων
3. το αρσ. ως ουσ.ταράξιππος
ονομασία βωμού στον ιππόδρομο της Ολυμπίας στον οποίο θυσίαζαν οι ηνίοχοι για να εξευμενίσουν τον ομώνυμο θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + ἵππος (πρβλ. πλήξιππος)].