δήποθεν
English (LSJ)
indef. Adv. (better written δή ποθεν) from any quarter, Pl.Ep.331e; dub. l. in A.Ch.632 (lyr.); perhaps = δήπου, as in Orac. ap.Phleg.Olymp.Fr.1, Iamb.Myst.5.20.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tb. δή ποθεν]
adv.
1 de cualquier procedencia, de alguna parte, de donde sea οὐ ... ἑταίρων ἀνδρῶν, οὔτε ἄλλων δή ποθεν ὀθνείων οὔτε ἀδελφῶν ni de amigos, ni de extranjeros de cualquier procedencia, ni de sus hermanos Pl.Ep.331e, ὅθεν δ. τοῦ ἀπείρου de un punto cualquiera del infinito Epicur.Ep.[2] 47, οἱ ὁπόθεν δ. ἄνθρωποι D.Chr.31.54 (var.), ἔκ τε μεταλλείας καὶ εἰ δή ποθεν ἄλλοθεν de la mina o de cualquier otra fuente D.C.52.28.4.
2 prob. sin duda, indudablemente Orác. en Phleg.1.6.11, cf. δήπουθεν.
German (Pape)
[Seite 567] irgendwoher, conj. bei Aesch. Ch. 623; ὁπόθεν δήποθεν, von woher auch immer, v.l. für δήποτε, Dem. 35, 7.
French (Bailly abrégé)
ou δή ποθεν;
adv.
de quelque côté.
Russian (Dvoretsky)
δήποθεν: тж. раздельно откуда-либо (Aeschin. - v.l. к δὴ πάθος и др.).
Greek (Liddell-Scott)
δήποθεν: ἀόρ. ἐπίρρ. κοινῶς γραφόμενον δή ποθεν, ἐξ οἱου-δήποτε μέρους, Λατ. undecunque, Αἰσχύλ. Χο. 632.
Greek Monolingual
δήποθεν επίρρ. (Α)
από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δη + επίρρ. πόθεν].
Greek Monotonic
δήποθεν: ή δήποθεν, αόρ. επίρρ., από οποιοδήποτε μέρος, Λατ. undecunque, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[δή, ποθεν]
from any quarter, Lat. undecunque, Aesch.