ἀρέομαι
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt.
II fut. of ἄρνυμαι (q.v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].
Spanish (DGE)
v. ἄρνυμαι.
German (Pape)
[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
Greek Monolingual
(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.
Greek Monotonic
ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.