ζυγοστάτης

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγοστᾰτης Medium diacritics: ζυγοστάτης Low diacritics: ζυγοστάτης Capitals: ΖΥΓΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: zygostátēs Transliteration B: zygostatēs Transliteration C: zygostatis Beta Code: zugosta/ths

English (LSJ)

ζυγοστάτου, Dor. ζυγοστάτας, ὁ, public weigher, Cod.Just.10.73.2 (iv A.D.), Artem.2.37: metaph., ὀρθὸς ὢν ζ., of Zeus, Cerc.4.33.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, der Abwägende, Artemid. 2, 37 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé aux poids et balances.
Étymologie: ζυγόν, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοστάτης: ου (ᾰ) ὁ наблюдающий за весами, весовщик Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοστάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἵστημι) ζυγιστής, δημόσιος ὑπάλληλος ἐπιβλέπων τὰ σταθμά, Ἀρτεμίδ. 2. 37, Βασιλικ.

Greek Monolingual

ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας)
ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος
αρχ.
μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -στατης (< ίστημι), πρβλ. επιστάτης, παραστάτης].

Greek Monotonic

ζῠγοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), δημόσιος αξιωματούχος που επέβλεπε τα σταθμά, ζυγιστής.

Middle Liddell

ζῠγο-στᾰ́της, ου, ἵστημι
a public officer, who looked to the weights.