πολυπότης

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπότης Medium diacritics: πολυπότης Low diacritics: πολυπότης Capitals: ΠΟΛΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: polypótēs Transliteration B: polypotēs Transliteration C: polypotis Beta Code: polupo/ths

English (LSJ)

πολυπότου, ὁ, (πίνω) hard drinker, Hp.Aër.4, Ath.10.442f, Cass.Pr.48; poet. πουλ- AP9.524.17:—fem. πολυπότις, ῐδος, Ael.VH2.41.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, der Vieltrinker; Pol. 33, 14, 1; Plut. Cim. 4; in poet. Form πουλυπότης, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 17).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
grand buveur.
Étymologie: πολύς, πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.

Russian (Dvoretsky)

πολυπότης: ион. πουλυπότης 2 много пьющий Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων πολὺν οἶνον, Θεοπόμπ. Ἱστ. 149· ποιητ. πουλ-, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17· ― θηλ. πολῠπότῐς, ῐδος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει πολύ κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινοπότης.

Greek Monotonic

πολῠπότης: Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, σκληρός πότης, δεινός στην οινοποσία, σε Ανθ.

Middle Liddell

a hard drinker, Anth.