πολυπότης
English (LSJ)
πολυπότου, ὁ, (πίνω) hard drinker, Hp.Aër.4, Ath.10.442f, Cass.Pr.48; poet. πουλ- AP9.524.17:—fem. πολυπότις, ῐδος, Ael.VH2.41.
German (Pape)
[Seite 669] ὁ, der Vieltrinker; Pol. 33, 14, 1; Plut. Cim. 4; in poet. Form πουλυπότης, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 17).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
grand buveur.
Étymologie: πολύς, πίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.
Russian (Dvoretsky)
πολυπότης: ион. πουλυπότης 2 много пьющий Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων πολὺν οἶνον, Θεοπόμπ. Ἱστ. 149· ποιητ. πουλ-, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17· ― θηλ. πολῠπότῐς, ῐδος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει πολύ κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινοπότης.
Greek Monotonic
πολῠπότης: Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, σκληρός πότης, δεινός στην οινοποσία, σε Ανθ.
Middle Liddell
a hard drinker, Anth.