μελάμπους

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπους Medium diacritics: μελάμπους Low diacritics: μελάμπους Capitals: ΜΕΛΑΜΠΟΥΣ
Transliteration A: melámpous Transliteration B: melampous Transliteration C: melampous Beta Code: mela/mpous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, μελάμπουν, τό, gen. ποδος, blackfooted, ancient epithet of the Egyptians, Apollod.2.1.4, Eust.37.23: in Hom. only as pr. n., Blackfoot.

German (Pape)

[Seite 118] πουν, gen. ποδος, schwarzfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, ἀρχαῖον ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4· παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα.

Greek Monolingual

μελάμπους, -ουν (ΑM, Α και μελανόπους, -ουν)
αυτός που έχει μαύρα πόδια
2. συνεκδ. μαύρος, μελαψός
μσν.
(για τη νύχτα) σκοτεινός, ζοφερός, μαύρος
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μελάμποδες
προσωνυμία τών Αιγυπτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πούς, ποδός (πρβλ. Οιδίπους, τετράπους)].