πρέσβειρα

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβειρα Medium diacritics: πρέσβειρα Low diacritics: πρέσβειρα Capitals: ΠΡΕΣΒΕΙΡΑ
Transliteration A: présbeira Transliteration B: presbeira Transliteration C: presveira Beta Code: pre/sbeira

English (LSJ)

ἡ, fem. of πρέσβυς, θεῶν π. h.Ven. 32; π. Ἐρινύων E.IT963; opp. νεᾶνις, Ar.Lys.86; Com. of a large eel, π. Κωπᾴδων κορᾶν Id.Ach.883.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, = πρέσβα; θεῶν πρέσβειρα, H. h. Ven. 32; Eur. I. T. 963; Macedon. 38 (XI, 380); – komisch heißt bei Ar. der größte kopaische Aal πρέσβειρα Κωπᾴδων κορᾶν, Ach. 848.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj.
c. πρέσβα.

Spanish

anciana

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(ως θηλ. τ. του πρέσβυς) νεοελλ.
1. γυναίκα που είναι πρεσβευτής
2. η σύζυγος του πρέσβευτή
αρχ.
1. αυτή που έχει μεγάλη ηλικία
2. (στην κωμ.) το μεγαλύτερο χέλι της Κωπαΐδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του πρέσβυς κατά το αυτιάνειρα].

Greek Monotonic

πρέσβειρα: ἡ, θηλ. του πρέσβυς = πρέσβα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβειρα: adj. f HH, Eur., Arph. = πρέσβα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβειρα -ας f. van πρέσβυς.

Middle Liddell

πρέσβειρα, ἡ, [fem. of πρέσβυς, = πρέσβα, Hhymn., Eur.]

Léxico de magia

anciana ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., νομαῖε, Ἀλκυόνη, χρυσοστεφή, π. a ti te suplico, pastoril, Alcíone, que llevas una corona de oro, anciana P IV 2272