ἄξεστος

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄξεστος Medium diacritics: ἄξεστος Low diacritics: άξεστος Capitals: ΑΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: áxestos Transliteration B: axestos Transliteration C: aksestos Beta Code: a)/cestos

English (LSJ)

ἄξεστον, unwrought, unhewn, πέτρος S.OC19, cf. Fr.322, AP7.657 (Leon.): metaph. of a poet, rough, uncouth, Sch.Ar.Ra.86.

Spanish (DGE)

-ον
1 no pulimentado πέτρος S.OC 19, cf. Fr.322, AP 7.657 (Leon.).
2 fig. tosco, rudo de un poeta, Sch.Ar.Ra.86.

German (Pape)

[Seite 269] ungeglättet, rauh, Soph. πέτρος O. C. 19; frg. 487 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non raclé, non poli.
Étymologie: , ξέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄξεστος: необтесанный, неотполированный (λίθος Soph.; πέτρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄξεστος: -ον, μὴ ἐξεσμένος, ἀπελέκητος, μὴ κατειργασμένος, λίθος Σοφ. Ο. Κ. 19, πρβλ. Ἀποσπ. 487, Ἀνθ. Π. 7. 657: ― μεταφ· ἐπὶ ποιητοῦ, τραχύς, ἀδέξιος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 86.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄξεστος, -ον)
1. ακατέργαστος, απελέκητοςἄξεστος λίθος», Σοφοκλής)
2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξεστός < ξέω].

Greek Monotonic

ἄξεστος: -ον (ξέω), απελέκητος, μη κατειργασμένος, σε Σοφ., Ανθ.