λεπαῖος
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
α, ον, (λέπας) of a scaur or cliff, ὀφρύη E.Heracl.394; rocky, rugged, χθών, νάπαι, Id.Hipp.1248, IT324.
German (Pape)
[Seite 29] felsig, bergig; χθών Eur. Hipp. 1248; νάπας λεπαίας I. T 324; ὀφρύη Heracl. 395.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
montagneux, rocheux.
Étymologie: λέπας.
Russian (Dvoretsky)
λεπαῖος:
1 скалистый, холмистый (νάπη, χθών Eur.);
2 обрывистый (ὀφρύη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπαῖος: -α, -ον, (λέπας) ἐπὶ ἀποκρήμνου τόπου, ὀφρύη Εὐρ. Ἡρακλ. 394· πετρώδης, ἀπόκρημνος, χθών, νάπη ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1248, Ι. Τ. 324.
Greek Monolingual
λεπαῖος, -αία, -ον (Α) λέπας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῖ», Ευρ.)
2. βραχώδης, πετρώδης.
Greek Monotonic
λεπαῖος: -α, -ον (λέπας), πετρώδης, απόκρημνος λέγεται για τόπο, σε Ευρ.
Middle Liddell
λεπαῖος, η, ον λέπας
rocky, rugged, Eur.