εὐανάδοτος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
εὐανάδοτον, easy to digest, Ath.1.26a, Diph.Siph. ap. eund.8.356b (v.l. εὐαπόδοτον), Dsc.2.85, Iamb.VP3.13.
Greek (Liddell-Scott)
εὐανάδοτος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀναδιδόμενος εἰς τὸ σῶμα, Ἀθήν. 26Α· ἤ, εὔπεπτος. «εὐκολοχώνευτος», Δίφιλ. Σίφν. αὐτόθι 356Β (διάφ. γραφ. εὐαπόδοτον.)
Greek Monolingual
εὐανάδοτος, -ον (Α)
ο εύπεπτος, ο ευκολοχώνευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-δοτος (< ανα-δίδωμι)].
German (Pape)
was sich leicht verteilt, οἶνος, αἷμα, Ath. I.26a, 33a; leicht zu verdauen, VIII.355c, neben εὔπεπτος, und andere Spätere