ἀκρίζω

From LSJ
Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρίζω Medium diacritics: ἀκρίζω Low diacritics: ακρίζω Capitals: ΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: akrízō Transliteration B: akrizō Transliteration C: akrizo Beta Code: a)kri/zw

English (LSJ)

(ἄκρος)
A go on tiptoe, E.Fr.570.
2 = τὰ ἄκρα ἐσθίειν, Sch.ll.21.12.

Spanish (DGE)

1 andar de puntillas E.Fr.570.
2 comerse los brotes falsa etim. de ἀκρίς en Sch.Er.Il.21.12.

German (Pape)

[Seite 82] bei VLL., Berggipfel besteigen u. auf den Fußspitzen gehen; vgl. ἐπακρίζω; die Spitzen beschneiden, Schol. Eur. Or. 265.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρίζω: (ἄκρος) βαδίζω ἐπὶ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν, ἄκροις ποσὶ πορεύομαι, Ἐτυμ. Μ. 52, 43, Εὐρ. Ἀποσπ. 574, κόπτω τὸ ἄκρον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265· πρβλ. ἐξακρίζω.

Greek Monolingual

ἀκρίζω)
νεοελλ.
1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον
2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω
3. (για πλεούμενο) πλευρίζω
μσν.
1. τρώω τις άκρες
2. κόβω την άκρη
αρχ.
βαδίζω στις μύτες τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα.
ΣΥΝΘ. ἐξακρίζω, ἐπακρίζω, ὑπερακρίζω.