σταυροειδής

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυροειδής Medium diacritics: σταυροειδής Low diacritics: σταυροειδής Capitals: ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stauroeidḗs Transliteration B: stauroeidēs Transliteration C: stavroeidis Beta Code: stauroeidh/s

English (LSJ)

σταυροειδές, like a cross, Aët.7.37. Adv. σταυροειδῶς Hsch. s.v. σταυροτύπως.

German (Pape)

[Seite 930] ές, von der Gestalt eines Pfahls od. Kreuzes, Sp.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει την μορφή, το σχήμα του σταυρού (α. «σταυροειδές κόσμημα» β. «ἔκφρασις σταυροειδοῦς σημείου, ὅπερ νῦν οἱ Ῥωμαῖοι λάβαρον καλουσιν», Ευστ.)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σταυροειδής ναός» — σταυρεπίστεγος, σταυροθόλωτος ναός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σταυροειδές
το σχήμα του σταυρού.
επίρρ...
σταυροειδώς / σταυροειδῶς ΝΜΑ
σε σχήμα σταυρού, έτσι ώστε να σχηματίζεται σταυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -ειδής].