τονίζω

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονίζω Medium diacritics: τονίζω Low diacritics: τονίζω Capitals: ΤΟΝΙΖΩ
Transliteration A: tonízō Transliteration B: tonizō Transliteration C: tonizo Beta Code: toni/zw

English (LSJ)

furnish with an accent, Troil.Proll.Hermog.ap.Rh.6.45 W., Cod.Vat. 1751 in AB1169 (note), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1127] betonen, mit einem Tonzeichen, Accent versehen, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

τονίζω: грам. снабжать (тоническим) ударением.

Greek (Liddell-Scott)

τονίζω: ὡς καὶ νῦν, ἐπιτίθημι τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τόνος
βάζω τόνο σε μια συλλαβή
νεοελλ.
1. μουσ. μελοποιώ
2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια»)
β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («του τόνισα να είναι προσεκτικός»).