πτερυγωτός

From LSJ
Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγωτός Medium diacritics: πτερυγωτός Low diacritics: πτερυγωτός Capitals: ΠΤΕΡΥΓΩΤΟΣ
Transliteration A: pterygōtós Transliteration B: pterygōtos Transliteration C: pterygotos Beta Code: pterugwto/s

English (LSJ)

πτερυγωτή, πτερυγωτόν, winged, Arist.PA659b7, 693b7: metaph., χρησμὸς π. Ar.Eq.1086.

German (Pape)

[Seite 809] befiedert, Ar. Equ. 1082, χρησμός, von einem Adler.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
muni d'ailes, ailé.
Étymologie: πτερυγόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερυγωτός -ή -όν [πτερυγόω] met vleugels; overdr.. χρησμὸς π. een gevleugeld orakel Aristoph. Eq. 1086.

Russian (Dvoretsky)

πτερῠγωτός: пернатый, крылатый (χρησμός Arph.; ὄρνις Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / πτερυγωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», Αριστοφ.
β. «χρησμὸς πτερυγωτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πτερυγωτός
(παλαιοντ.)
απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην τάξη ευρυπτερίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός, πτερωτός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pterygotus].

Greek Monotonic

πτερῠγωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το πτερυγόω = πτερόω), αυτός που έχει φτερά, φτερωτός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων πτέρυγας, πτερωτός, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 10., 4. 12, 13· μεταφορ., ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός, αἰετὸς ὡς γίγνει κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1086.

Middle Liddell

πτερῠγωτός, ή, όν [as if from πτερυγόω = πτερόω
having wings, winged, Ar.