δύσκολπος
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
English (LSJ)
δύσκολπον, with luckless womb, γαστήρ, of a woman whose child was dead before birth, AP7.583 (Agath.).
Spanish (DGE)
-ον
de desgraciado seno γαστρὶ δὲ δυσκόλπῳ νεκρὸν ἔνεστι τέκος AP 7.583 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 683] γαστήρ, mit unglücklichem Schooße, Agath. 78 (IV, 583).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sein mal conformé.
Étymologie: δυσ-, κόλπος.
Russian (Dvoretsky)
δύσκολπος: (о материнском чреве) злополучный, несчастный (γαστήρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσκολπος: -ον, ὁ ἔχων κακῶς διαπεπλασμένην μήτραν, γαστὴρ Ἀνθ.Π. 7.583.
Greek Monotonic
δύσκολπος: -ον, αυτός που έχει δυσπλασία στη μήτρα, δυστυχή κόλπο, σε Ανθ.
Middle Liddell
δύσ-κολπος, ον
with ill-formed womb, Anth.