παρακαταπήγνυμι
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
drive in alongside, σταυρούς Th.4.90; ξύλα μακρά Thphr. HP 8.3.2.
German (Pape)
[Seite 481] (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ficher auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταπήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καταπήγνῡμι in de grond slaan naast.
Russian (Dvoretsky)
παρακαταπήγνῡμι: вколачивать рядом или вдоль (σταυρούς Thuc.).
Greek Monolingual
Α
μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.).
Greek Monotonic
παρακαταπήγνυμι: μέλ. -καταπήξω, οδηγώ κατά μήκος, κατευθύνω παράλληλα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταπήγνυμι: ἐμπήγω κατὰ σειράν, ἐκ παραλλήλου, σταυροὺς παρακαταπηγνύντας Θουκ. 4. 90· ἐὰν παρακαταπήξῃ τις ξύλα μακρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 2.
Middle Liddell
fut. -καταπήξω
to drive in alongside, Thuc.