δουρηνεκής
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
δουρηνεκές, (ἐνεγκεῖν) a spear's throw off or distant, only neut. as adverb, Il.10.357.
Spanish (DGE)
-ές
que dista un tiro de lanza, a la distancia de un tiro de lanza ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον Il.10.357.
German (Pape)
[Seite 663] ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite, Apoll. Lex. Homer. p . 59, 34 Δουρηνεκές· ὅσον δόρυ διατεῖναι, von ἤνεγκον, ἠνέχθ ην, vgl. κεντρηνεκής, ποδηνεκής, διηνεκής; bei Homer δουρηνεκής einmal, Iliad. 10, 357 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον, als sie einen Speerwurf weit entfernt waren.
Greek (Liddell-Scott)
δουρηνεκής: -ές, (ἐνεγκεῖν) ἀπέχων βολὴν δόρατος· μόνον κατ’ οὐδ. ὡς ἀπίρρ., Ἰλ. Κ. 357· πρβλ. διηνεκής.
English (Autenrieth)
(δόρυ, ἤνεγκον): a spear's throw, neut. as adv., Il. 10.357†.
Greek Monotonic
δουρηνεκής: -ές (ἐνεγκεῖν), αυτός που έχει απόσταση ίση με μία βολή δόρατος· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
δουρηνεκής, ές adj ἐνεγκεῖν
a spear's throw off or distant, only in neut. as adv., Il.