εὐχαρής
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
εὐχαρές, = εὔχαρις, Men. Rh.p.406 S.; v.l. for εὔχαρις, LXX Wi.14.20.
German (Pape)
[Seite 1108] ές, = Folgdm, Menand. in Rhett. Walz. 9 p. 274, 5.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχᾰρής: -ές, = τῷ εὔχαρις, Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σελ. 274.
Greek Monolingual
εὐχαρής, -ές (ΑΜ)
εύχαρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. επιχαρής, περιχαρής].