βούπαλις
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, (πάλη) wrestling like a bull, i.e. hard-struggling, ἀεθλοσύνη APl.4.67.
German (Pape)
[Seite 459] ἀεθλοσύνη, mit ungeheurer Anstrengung, Ep. ad. 216 (Plan. 67).
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
qui combat comme un bœuf, qui combat avec force.
Étymologie: βοῦς, πάλη.
Greek (Liddell-Scott)
βούπᾰλις: -εως, ὁ, ἡ, (πάλη) συνιστάμενος εἰς πάλην δεινήν, ὡς ἡ μεταξὺ βοῶν, ἀεθλοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 4. 67.
Greek Monolingual
βούπαλις, η (Α)
φρ. «βούπαλις ἀεθλοσύνη» — αγώνας σκληρός σαν να παλεύουν ταύροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πάλη.
Greek Monotonic
βούπᾰλις: -εως, ὁ, ἡ (πάλη), αυτός που μάχεται σαν ταύρος, δηλ. ο σκληρά αγωνιζόμενος, αυτός που μοχθεί, που μάχεται αδιάκοπα, σε Ανθ.
Middle Liddell
πάλη
wrestling like a bull, i. e. hard-struggling, Anth.