περιώνυμος

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιώνῠμος Medium diacritics: περιώνυμος Low diacritics: περιώνυμος Capitals: ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: periṓnymos Transliteration B: periōnymos Transliteration C: perionymos Beta Code: periw/numos

English (LSJ)

περιώνυμον, far-famed, Orph.A.149, IG3.914; γένους λαμπρότητι App.BC2.2, etc.

German (Pape)

[Seite 602] ringsum namhaft, weitumher berühmt, Orph. Arg. 147.

Greek (Liddell-Scott)

περιώνῠμος: -ον, ὀνομαστός, περίφημος, Ὀρφ. Ἀργ. 147, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 862· τινι, ἐπί τινι, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 2, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιώνυμος, -ον ΝΜΑ
εκείνος του οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συνώνυμος)].