μεριμνητής

From LSJ
Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριμνητής Medium diacritics: μεριμνητής Low diacritics: μεριμνητής Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: merimnētḗs Transliteration B: merimnētēs Transliteration C: merimnitis Beta Code: merimnhth/s

English (LSJ)

μεριμνητοῦ, ὁ, one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.

Russian (Dvoretsky)

μεριμνητής: οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monolingual

μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monotonic

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

μεριμνητής, οῦ, ὁ, [from μεριμνάω
one who is anxious about a thing, c. gen., Eur.