ὀρθίασμα

From LSJ
Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθίασμα Medium diacritics: ὀρθίασμα Low diacritics: ορθίασμα Capitals: ΟΡΘΙΑΣΜΑ
Transliteration A: orthíasma Transliteration B: orthiasma Transliteration C: orthiasma Beta Code: o)rqi/asma

English (LSJ)

-ατος, τό, a high pitch of voice: in plural, loud commanding tones, Ar.Ach.1042.

German (Pape)

[Seite 373] τό, die laut erhobene Stimme, der Ruf, Schrei, Ar. Ach. 1006.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
parole ou appel d'une voix criarde, cri aigu.
Étymologie: ὀρθιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθίασμα: ατος τό крик, окрик Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθίασμα: τό, ὑψηλός τόνος φωνῆς· ἐν τῷ πληθυντ., διαταγαὶ μεγαλοφώνως διδόμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1042.

Greek Monolingual

ὀρθίασμα, τὸ (Α) ορθιάζω
1. υψηλός τόνος φωνής, ομιλία με δυνατή φωνή, κραυγή
2. στον πληθ. τὰ ὀρθιάσματα
διαταγές που δίνονται μεγαλοφώνως.

Greek Monotonic

ὀρθίασμα: -ατος, τό, υψηλός τόνος φωνής· στον πληθ., υψηλοί προστακτικοί τόνοι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀρθίασμα, ατος, τό, [from ὀρθιάζω
a high pitch of voice: in plural loud commanding tones, Ar.