δεκάχαλκον
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τό, coin worth ten χαλκοῖ, = Lat. denarius (worth ten asses), Plu.Cam.13.
Spanish (DGE)
-ου, τό denario Plu.Cam.13.
German (Pape)
[Seite 543] τό, der römische Denar, aus 10 χαλκοῖ bestehend, Plut. Camill. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
denier romain valant dix as de cuivre.
Étymologie: δέκα, χαλκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάχαλκον -ου, τό [δέκα, χαλκός] ‘tienbronzer’, munt met een waarde van tien bronzen munten ( Lat. denarius).
Russian (Dvoretsky)
δεκάχαλκον: τό декахалк (монета в 5 χαλκοῖ, соотв. римск. денарию: τὸ δ. ἐκαλεῖτο δηνάριον Plut.).
Greek Monolingual
δεκάχαλκον, το (Α)
νόμισμα ισοδύναμο με δέκα «χαλκούς», με δέκα χάλκινα νομίσματα, το ρωμαϊκό δηνάριο.
Greek Monotonic
δεκάχαλκον: τό, δηνάριο = δέκα χαλκοῖ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάχαλκον: τό, Λατ. denarius, = δέκα χαλκοῖ, Πλούτ. Καμ. 13.
Middle Liddell
the denarius, = ten χαλκοῖ, Plut.