κηρεσσιφόρητος
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
κηρεσσιφόρητον, urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν… κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.
English (Autenrieth)
borne on by their fates to death, Il. 8.527†.
Greek Monolingual
κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρες («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσιφόρητος, ποταμοφόρητος].
German (Pape)
κύνες, von den Keren angehetzt, Il. 8.527, wo ein Interpolator erklärend hinzusetzt οὓς Κῆρες φορέουσι.
Russian (Dvoretsky)
κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).