ἀνεύρυσμα

From LSJ
Revision as of 11:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύρυσμα Medium diacritics: ἀνεύρυσμα Low diacritics: ανεύρυσμα Capitals: ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ
Transliteration A: aneúrysma Transliteration B: aneurysma Transliteration C: aneyrysma Beta Code: a)neu/rusma

English (LSJ)

-ατος, τό, aneurism, Ruf. ap.Aët.14.51, Antyll. ap. Orib.45.24.1, Gal.7.725, 10.335.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aneurisma ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος ἀνεύρυσμα καλεῖται Gal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.Herb.117.8 apéndice, Veg.Mul.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.

German (Pape)

[Seite 227] τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύρυσμα: -ατος, τό, πλάτυνσις, κυρίως οἴδημα ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.

Greek Monolingual

το (AM ἀνεύρυσμα)
διεύρυνση, διάταση του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων και της καρδιάς.