τριγλίς
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of τρίγλη, Antiph.68.15, Arist.Fr.194, Dorio ap.Ath. 7.300f.
German (Pape)
ἡ, dim. von τρίγλα, Suid.; vgl. Ath. VII.300.
Russian (Dvoretsky)
τριγλίς: ίδος ἡ Arst. = τρίγλα.
Greek (Liddell-Scott)
τριγλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ τρίγλη, ἅ φησιν οὗτος μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - ὡσαύτως τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(υποκορ. του τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς)].