χαρακτηρισμός
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ὁ, characterization, Tryph.Trop.2.6, Plb. Rh.p.108S., Sch.E.Hec.379.
German (Pape)
[Seite 1336] ὁ, Bezeichnung durch ein Kennzeichen, – Charakterisirung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρακτηρισμός: ὁ, ἡ δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου δήλωσις, ὁ διὰ τοῦ ἰδιαιτέρου γνωρίσματος προσδιορισμός, Κλήμ. Ἀλ. 156, Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 379· - ὡς σχῆμα λόγου, «χαρακτηρισμός ἐστι λόγος τῶν περὶ τὸ σῶμα ἰδιωμάτων ἀπαγγελτικός, ὃν καί τινες εἰκονισμὸν λέγουσιν, οἷον (Ὀδ. Τ. 246) γυρὸς ἐν ὤμοισιν μελανόχροος, οὐλοκάρηνος, Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 751, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός του χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό του φιλάργυρου»)
2. κατάταξη σε κατηγορία («ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κλοπής»)
αρχ.
σχήμα λόγου.