χρυσότυπος

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσότῠπος Medium diacritics: χρυσότυπος Low diacritics: χρυσότυπος Capitals: ΧΡΥΣΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: chrysótypos Transliteration B: chrysotypos Transliteration C: chrysotypos Beta Code: xruso/tupos

English (LSJ)

χρυσότυπον, wrought of gold, κρᾶνος E.El.470 (lyr.); φιάλη Critias 2.8 D.

German (Pape)

[Seite 1382] von Gold geschlagen, gearbeitet, φιάλη Critias bei Ath. I, 28 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait d'or battu.
Étymologie: χρυσός, τύπτω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσότῠπος: сделанный (выкованный) из золота (κράνος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσότῠπος: -ον, εἰργασμένος ἐκ χρυσοῦ, κρᾶνος Εὐρ. Ἡλ. 470· φιάλη Κριτίας 1.7.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτύπῳ κράνει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τυπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκότυπος].

Greek Monotonic

χρῡσότῠπος: -ον (τύπτω), κατεργασμένος από χρυσό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσό-τῠπος, ον, τύπτω
wrought of gold, Eur.