θυρσοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
θυρσοφόρον, thyrsus-bearing, Βάκχαι E.Cyc.64 (lyr.), cf.AP9.524.9.
German (Pape)
[Seite 1228] den Thyrsus tragend; Βάκχαι Eur. Cycl. 64; Dionysus Anth. (IX, 524, 8); Orph. H. 43, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un thyrse.
Étymologie: θύρσος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
θυρσοφόρος: несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; Διόνυσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων θύρσον, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 64, Ἀνθ. Π. 9. 524.
Greek Monolingual
θυρσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιοφόρος, τροπαιοφόρος.
Greek Monotonic
θυρσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.