τυμβίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, on the grave or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m;
sépulcral, funéraire; c. τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.
German (Pape)
ὁ, fem. τυμβῖτις, im, am Grabe, λᾶας, Grabstein, Leon.Tar. 65 (VII.198).
Russian (Dvoretsky)
τυμβίτης: ου (ῑ) adj. m (на)могильный (λᾶας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.
Greek Monolingual
και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχίτης)].
Greek Monotonic
τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.