ἀϋπνία
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ἡ, sleeplessness, Pl.Lg.807e, Max.Tyr.5.1; ἐν ὕπνῳ ἀ. Aret.SD2.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
vigilia, insomnio, falta de sueño s. cont., S.Fr.1027a, ὅσα νύκτωρ ἀυπνίας πέρι πρέπει Pl.Lg.807e, νύξ ἦν ἀτέρ[μων ἐξ] ἀυπνίας ἐμοί Trag.Adesp.664.26, εἰ δὲ θᾶττον μὲν ἀνάσχοιντον οἱ ὀφθαλμοὶ ἀϋπνίας ... Max.Tyr.34.1, cf. Aret.SD 2.6.6, CD 1.3.7.
German (Pape)
[Seite 394] ἡ, Schlaflosigkeit, Plat. Legg. VII, 807 e u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
insomnie.
Étymologie: ἄϋπνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀϋπνία: ἡ бессонница Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϋπνία: ἡ, τὸ ἄϋπνον εἶναι, Πλάτ. Νόμ. 807Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2.6.
Greek Monolingual
και αϋπνιά, η (AM ἀυπνία) άυπνος
ανικανότητα για επαρκή ύπνο σε μεγάλη ποικιλία τύπων και βαθμών.