διαδάπτω
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
tear asunder, rend, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Il.5.858, cf. 21.398.
Spanish (DGE)
desgarrar (en tm.) διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Il.5.858, cf. 21.398.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δάπτω uiteen scheuren.
German (Pape)
zerreißen, zerfleischen, in tmesi Il. 5.858, 21.398.
Russian (Dvoretsky)
διαδάπτω: разрывать, растерзывать (χρόα καλόν in tmesi Hom.).
Greek Monolingual
διαδάπτω (Α) δάπτω
διασχίζω, σκίζω στα δύο.
Greek Monotonic
διαδάπτω: μέλ. -ψω, ξεσχίζω, κατακόβω, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδάπτω: μέλλ. -ψω, διακόπτω, διασχίζω, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Ἰλ. Ε. 858, πρβλ. Φ. 398.