διαδάπτω
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
tear asunder, rend, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Il.5.858, cf. 21.398.
Spanish (DGE)
desgarrar (en tm.) διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Il.5.858, cf. 21.398.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δάπτω uiteen scheuren.
German (Pape)
zerreißen, zerfleischen, in tmesi Il. 5.858, 21.398.
Russian (Dvoretsky)
διαδάπτω: разрывать, растерзывать (χρόα καλόν in tmesi Hom.).
Greek Monolingual
διαδάπτω (Α) δάπτω
διασχίζω, σκίζω στα δύο.
Greek Monotonic
διαδάπτω: μέλ. -ψω, ξεσχίζω, κατακόβω, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδάπτω: μέλλ. -ψω, διακόπτω, διασχίζω, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Ἰλ. Ε. 858, πρβλ. Φ. 398.