ἀναμηρυκάομαι
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
or ἀναμαρυκάομαι, chew the cud, Ath.9.390f, Luc.Gall. 8.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀναμαρυκῶμαι Luc.Gall.8
rumiar τὴν τροφήν Alex.Mynd. en Ath.390f, τῇ μνήμῃ τὰ βεβρωμένα Luc.l.c.
German (Pape)
[Seite 198] wiederkäuen, Luc. Gall. 8; vgl. Alex. Mynd. Ath. 390 f.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ruminer.
Étymologie: ἀνά, μηρυκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμηρῠκάομαι: v.l. = ἀναμαρυκάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμηρυκάομαι: ἢ ἀναμᾱρ-, ἀποθ., ἀναμασῶμαι, κοιν. «μαρκιῶμαι», Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 390F, Λουκ. Ἀλεκτρ. 8.
Greek Monotonic
ἀναμηρυκάομαι: ή ἀναμᾱρ-, αποθ., αναμασώ τροφή, σε Λουκ.
Middle Liddell
to chew the cud, Luc.