δίρρυμος

From LSJ
Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίρρῡμος Medium diacritics: δίρρυμος Low diacritics: δίρρυμος Capitals: ΔΙΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: dírrymos Transliteration B: dirrymos Transliteration C: dirrymos Beta Code: di/rrumos

English (LSJ)

δίρρυμον, with two poles, i.e. three horses, Id.Pers.47 (anap.).

Spanish (DGE)

(δίρρῡμος) -ον
con dos lanzas δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas op. τρίρρυμος A.Pers.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux timons.
Étymologie: δίς, ῥυμός.

German (Pape)

[ῡ], mit zwei Deichseln; τέλη Aesch. Pers. 47, Schol. τέθριππα ἅρματα.

Russian (Dvoretsky)

δίρρῡμος: с двойным дышлом (τέλη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίρρυμος: -ον, ὁ ἔχων δύο ῥυμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 47.

Greek Monolingual

δίρρυμος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»].

Greek Monotonic

δίρρῡμος: -ον, αυτός που έχει δύο τιμόνια, δηλ. τρία άλογα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δίρ-ρῡμος, ον adj
with two poles, i. e. three horses, Aesch.