κήλας

From LSJ
Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλας Medium diacritics: κήλας Low diacritics: κήλας Capitals: ΚΗΛΑΣ
Transliteration A: kḗlas Transliteration B: kēlas Transliteration C: kilas Beta Code: kh/las

English (LSJ)

ὁ, an Indian stork, adjutant, Leptoptilus argala, Ael.NA 16.4.

German (Pape)

[Seite 1430] ὁ, der Kropfvogel, Ael. H. A. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pélican, DELG marabout, oiseau.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de κήλη, à cause de son gros jabot.

Greek (Liddell-Scott)

κήλας: ὁ, Ἰνδικόν τι πτηνὸν τὸ μέγεθος τριπλάσιον ὠτίδος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 4.

Greek Monolingual

κήλας, ὁ (Α)
είδος ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῖς ἀκούω ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (πρβλ. ινδ. hargēla), με σχηματισμό κατ' επίδραση της λ. κήλη λόγω της συγγένειας της σημασίας της «εξόγκωμα» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει κατάληξη -ας, που χρησιμοποιείται για τη δήλωση ζώων και πτηνών].