ἀμφιπεριπλάσσω
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
aor. -έπλασα, spread allround, of a drug, Hp. Steril.22.
German (Pape)
[Seite 141] -πλασθεῖσα νεφέλη Orph. Lith. 80, die sich ringsum gebildet hat.
Greek Monolingual
ἀμφιπεριπλάσσω (Α)
(για φάρμακο) απλώνω ολόγυρα, επαλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιπλάσσω.