ἱπποκλείδης
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ἱπποκλείδου, ὁ, (κλείω) pudenda muliebria, Ar.Fr.703.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
τὸ τῆς γυναικὸς μόριον AR selon Eust.
Étymologie: prob. d'un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l'abondance de poils.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκλείδης: ὁ «οὕτω κακοσχόλως τὸ τῆς γυναικὸς μόριον Ἀριστοφάνης (Ἀποσπ. 621) εἶπεν» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φωτ. Λεξ.
Greek Monolingual
ἱπποκλείδης, ὁ (Α)
το γυναικείο μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κλείδης (< κλειώ). Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη για δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].