προσκαθέλκω
From LSJ
English (LSJ)
aor. part. -ελκύσας, haul down besides, πλοῖα Plu.Cam.8.
French (Bailly abrégé)
f. προσκαθέλξω, ao. προσκαθείλκυσα, etc.
en parl. de navires mettre à la mer avec (d'autres).
Étymologie: πρός, καθέλκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-καθέλκω, ptc. aor. προσκαθελκύσας, ook te water laten, ook laten uitvaren.
Russian (Dvoretsky)
προσκαθέλκω: (aor. προσκαθείλκῠσα) вместе с тем стаскивать, спускать на воду (πλοῖα Plut.).
Greek Monolingual
Α
σύρω κάτω, κατεβάζω στη θάλασσα επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω, καταβιβάζω»].
Greek Monotonic
προσκαθέλκω: αόρ. αʹ -είλκῠσα, καθέλκω, ρίχνω στη θάλασσα κάτι, πλοῖα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαθέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα, καθέλκω, καταβιβάζω εἰς τὴν θάλασσαν προσέτι, πλοῖα Πλουτ. Κάμιλλ. 8.